Lookup cumulative lexical entry: رعاف

  1. αἵμα
    • αἵμα (noun) Hippocr. Diaet. acut. αἵματος ῥύσιος
    • αἷμα (noun) Hippocr. Nat. hom. ἐκ τῶν ῥινῶν τὸ αἵμα ῥεῖ
  2. αἱμορραγέω
    • αἱμορραγέω (act. part.) Hippocr. Diaet. acut.
  3. αἱμορραγία
    • αἱμορραγία (noun) Galen Med. phil.
  4. αἱμόρροια
    • αἱμόρροια (noun) Hippocr. Aer.
  5. ῥέω
    • ῥέω (verb) Hippocr. Nat. hom. ἐκ τῶν ῥινῶν τὸ αἵμα ῥεῖ
  6. ῥίς
    • ῥίς (noun) Hippocr. Nat. hom. ἐκ τῶν ῥινῶν τὸ αἵμα ῥεῖ
  7. ῥύσις
    • ῥύσις (noun) Arist. Gener. anim.
    • ῥύσις (noun) Hippocr. Diaet. acut. αἵματος ῥύσιος
The database query could not be executed.