Lookup cumulative lexical entry: رقّ
- διορόω
- διορόω (verb) Arist. Gener. anim. διοροῦται καὶ γίνεται οὔρια = yariqqu wa yafsidu
- ἐλευθερόω
- ἐλευθερόω (verb) Artem. Onirocr. wa-tuʿtiquhu mina l-riqqi
- λεπτός
- λεπτός (adj.) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- ὑδαρής
- ὑδαρής (adj. comp.) Hippocr. Nat. hom. ὑδαρέστερος = yariqqu l-šarābu
- φθινώδης
- φθινώδης (adj.) Hippocr. Aer. hazalū wa-raqqū