Lookup cumulative lexical entry: ركّز

  1. γόμφος
    • γόμφος (noun) Arist. Metaph.
  2. ἐμποιέω
    • ἐμποιέω (verb) Arist. An. post. ἐμποιεῖ δόξαν = wa-qad yurakkizu fihā ẓannan
  3. εντιθημι
    • εντιθημι Them. In De an.
    • εντιθημι Them. In De an.
The database query could not be executed.