Lookup cumulative lexical entry: رمل
- ἄμμος
- ἄμμος (noun) Arist. Hist. anim.
- καθαμμίζω
- καθαμμίζω (verb) Arist. Hist. anim. καθαμμίζει ἑαυτόν = yaḫtafī fī-l-ramli
- ψαμμοειγής
- ψαμμοειγής (adj.) Hippocr. Nat. hom. šabīhun bi-l-ramli
- ψάμμος
- ψάμμος (noun) Hippocr. Aer.