Lookup cumulative lexical entry: رياضة
- γυμνάζω
- γυμνάζω (verb) Arist. Rhet. τὸ γυμνάζεσθαι = hend.; al-taḫrīǧu aw al-riyāḍatu
- γυμνάζω (verb) Arist. Rhet. τὸ γυμνάζεσθαι = hend.; al-taḫarruǧu aw al-riyāḍatu
- γυμνάζω (pass. part.) Hippocr. Nat. hom. γυμναζόμενος = yastaʿmilūna l-riyāḍata
- γυμνασία
- γυμνασία (noun) Artem. Onirocr.
- γυμνασία (noun) Galen In De off. med. bi-l-riyāḍati
- γυμνασία (noun) Hippocr. Nat. hom.
- γυμνασία (noun) Rufus Ict.
- γυμνάσιον
- γυμνάσιον (noun) Arist. Mag. mor. ka-l-riyāḍati
- γυμνάσιον (noun) Artem. Onirocr.
- γυμνάσιον (noun) Artem. Onirocr.
- γυμνάσιον (noun) Ps.-Arist. Div. riyāḍatu l-ǧismi
- γυμνασιον Them. In De an.
- γυμναστικός
- γυμναστικός (adj.) Galen An. virt. ἡ γυμναστική (sc. τέχνη)
- γυμναστικός (noun) Hippocr. Aphor. οἱ γυμναστικοί = aṣḥābu l-riyāḍati
ἐν τοῖσι γυμναστικοῖσιν αἱ ἐπʼ ἄκρον εὐεξίαι σφαλεραί Hippocr. Aphor. I 3 = ḫiṣbu l-badani l-mufriṭu li-aṣḥābi l-riyāḍati ḫaṭirun 2.4
- γυμνικός
- γυμνικός (adj.) Artem. Onirocr. wa-l-riyāḍatu
- περιπατέω
- περιπατέω (gerund) Hippocr. Nat. hom. περιπατεῖν = mašyun li-l-riyāḍati
- συγγυμνασία
- συγγυμνασία (noun) Ps.-Plut. Placita
The database query could not be executed.