Lookup cumulative lexical entry: زاغ

  1. διαστρέφω
    • διαστρέφω (verb) Galen An. virt. διαστρέφομαι
      οἱ διαστρέφεσθαι λέγοντες ἡμᾶς ὑπό τε τῆς ἡδονῆς Galen An. virt. 77.2 = wa-llaḏīna yaqūlūna inna ārāʾanā tazīġu min qibali l-laḏḏati 41.19
  2. ἐξίστημι
    • ἐξίστημι (verb) Arist. Rhet. hend.; zāġa aw ḥāda ʿan al-ṭarīqi
  3. σφάλλω
    • σφάλλω (verb) Galen An. virt. σφάλλεσθαι = ḫaṭiʾa wa-zāġa
      ὁπότε δικαίους εἶναι χρή ... σφάλλεσθαι Galen An. virt. 71.5 = yaḫṭaʾūna wa-yazīġūna ʿani l-ʿadli 37.10
The database query could not be executed.