Lookup cumulative lexical entry: زلزلة

  1. διαταράττω
    • διαταράττω (verb) Ps.-Plut. Placita διαταράττομαι = taḥduṯu ʿanhu l-zalzalatu
  2. σεισμός
    • σεισμός (noun) Arist. Meteor.
    • σεισμός (noun) Arist. Meteor.
    • σεισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
    • σεισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
    • σεισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
    • σεισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
    • σεισμος Them. In De an.
The database query could not be executed.