Lookup cumulative lexical entry: زلل

  1. ανεξαπατητος
    • ανεξαπατητος Them. In De an.
  2. απαταω
    • απαταω Them. In De an.
  3. ἀτύχημα
    • ἀτύχημα (noun) Arist. Rhet.
The database query could not be executed.