Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
زوبعة
ἄνεμος
ἄνεμος (
noun
)
Artem. Onirocr.
οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι
ἄνεμος (
noun
)
Artem. Onirocr.
οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι
σφοδρός
σφοδρός (
adj.
)
Artem. Onirocr.
οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι
σφοδρός (
adj.
)
Artem. Onirocr.
οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι
The database query could not be executed.