Lookup cumulative lexical entry: زوبعة

  1. ἄνεμος
    • ἄνεμος (noun) Artem. Onirocr. οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι
    • ἄνεμος (noun) Artem. Onirocr. οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι
  2. σφοδρός
    • σφοδρός (adj.) Artem. Onirocr. οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι
    • σφοδρός (adj.) Artem. Onirocr. οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι
The database query could not be executed.