Lookup cumulative lexical entry: زَيْن

  1. διακοσμέω
    • διακοσμέω (verb) Arist. Cael. zawwaqa wa-zayyana
  2. κοσμέω
    • κοσμέω (verb) Arist. Rhet. zayyana wa-zaḫrafa
    • κοσμέω (verb) Nicom. Arithm.
    • κοσμέω (gerund) Plot. κοσμεῖν
      τῇ προσθήκῃ τῆς ὀρέξεως οἷον πρόεισιν ἤδη ἐπιπλέον καὶ κοσμεῖν ὀρεγόμενον καθὰ ἐν νῷ εἶδεν Plot. Enn. IV 7, 13.6 = لأنّه يشتاق إلى الفعل كثيرًا وإلى زَيْن الأشياء التي رآها في العقل 19.4
  3. κοσμητικός
    • κοσμητικός (adj.) Nicom. Arithm. al-quwwatu llatī tuzayyinu l-quwā ... wa-talzamuhā
The database query could not be executed.