Lookup cumulative lexical entry: ساطع

  1. πληκτικός
    • πληκτικός (adj.) Diosc. Mat. med. sāṭiʿu l-rāʾiḥati
    • πληκτικός (adj.) Diosc. Mat. med. πληκτιὸν τῇ ὀσμῇ καὶ ἐπιδιαμένον τῇ εὐωδίᾳ = sāṭiʿu rāʾiḥati dāʾimu ṭayyibu l-rāʾiḥati
The database query could not be executed.