Lookup cumulative lexical entry: سالب
- ἀποφαίνω
- ἀποφαίνω (gerund) Arist. An. post. οἷον ὅτι ἅπαν φάναι ἢ ἀποφάναι = miṯālu ḏālika annahu li-kulli šayʾin immā mūǧibatun wa-immā sālibatun
- ἀποφαίνω (gerund) Arist. An. post. φάναι ἢ ἀποφάναι = immā mūǧibatan wa-immā sālibatan
- ἀποφαίνω (gerund) Arist. An. post. φάναι ἢ ἀποφάναι
- ἀπόφασις
- ἀπόφασις (noun) Arist. An. post.
- ἀπόφασις (noun) Arist. An. post. διὰ γὰρ τὴν κατάφασιν ἡ ἀπόφασις = al-sālibatu...min al-mūǧibati
- ἀπόφασις (noun) Arist. Int.
- ἀπόφασις (noun) Arist. Metaph.
- ἀπόφασις (noun) Arist. Metaph.
- ἀποφατικός
- ἀποφατικός (adj.) Arist. An. post. ἀμφοτέρον δ' ἀποφατικῶν οὐσῶν = in kānata kiltāhumā sālibatayni
- ἀποφατικός (adj.) Arist. Cat. λόγος ἀποφατικός = qawlun sālibun
καὶ ἡ ἀπόφασις <ἐστὶ> λόγος ἀποφατικός Arist. Cat. 12b7-8 = fa-inna … wa-l-sālibata qawlun sālibun BN 174a3
- στερητικός
- στερητικός (adj.) Arist. An. post. τοῦ στερητικοῦ
- στερητικός (adj.) Arist. An. post. ἐπὶ τῶν στερητικῶν = fī...l-sālibati
- στερητικός (adj.) Arist. An. post. τὰς δὲ στερητικὰς = wa-ammā l-sawālibu
- στερητικός (adj.) Arist. An. post. τῆς μὲν κατηγορικῆς τῆς δὲ στερητικῆς = wa-minhu ḥamliyyun wa-minhu sālibun
- συναπόφασις
- συναπόφασις (noun) Arist. Metaph. al-sālibatu l-muǧtamiʿatu
- συναπόφασις (noun) Arist. Metaph. sawālibuhā l-muǧtamiʿatu
The database query could not be executed.