Lookup cumulative lexical entry: سالب

  1. ἀποφαίνω
    • ἀποφαίνω (gerund) Arist. An. post. οἷον ὅτι ἅπαν φάναι ἢ ἀποφάναι = miṯālu ḏālika annahu li-kulli šayʾin immā mūǧibatun wa-immā sālibatun
    • ἀποφαίνω (gerund) Arist. An. post. φάναι ἢ ἀποφάναι = immā mūǧibatan wa-immā sālibatan
    • ἀποφαίνω (gerund) Arist. An. post. φάναι ἢ ἀποφάναι
  2. ἀπόφασις
    • ἀπόφασις (noun) Arist. An. post.
    • ἀπόφασις (noun) Arist. An. post. διὰ γὰρ τὴν κατάφασιν ἡ ἀπόφασις = al-sālibatu...min al-mūǧibati
    • ἀπόφασις (noun) Arist. Int.
    • ἀπόφασις (noun) Arist. Metaph.
    • ἀπόφασις (noun) Arist. Metaph.
  3. ἀποφατικός
    • ἀποφατικός (adj.) Arist. An. post. ἀμφοτέρον δ' ἀποφατικῶν οὐσῶν = in kānata kiltāhumā sālibatayni
    • ἀποφατικός (adj.) Arist. Cat. λόγος ἀποφατικός = qawlun sālibun
      καὶ ἡ ἀπόφασις <ἐστὶ> λόγος ἀποφατικός Arist. Cat. 12b7-8 = fa-inna … wa-l-sālibata qawlun sālibun BN 174a3
  4. στερητικός
    • στερητικός (adj.) Arist. An. post. τοῦ στερητικοῦ
    • στερητικός (adj.) Arist. An. post. ἐπὶ τῶν στερητικῶν = fī...l-sālibati
    • στερητικός (adj.) Arist. An. post. τὰς δὲ στερητικὰς = wa-ammā l-sawālibu
    • στερητικός (adj.) Arist. An. post. τῆς μὲν κατηγορικῆς τῆς δὲ στερητικῆς = wa-minhu ḥamliyyun wa-minhu sālibun
  5. συναπόφασις
    • συναπόφασις (noun) Arist. Metaph. al-sālibatu l-muǧtamiʿatu
    • συναπόφασις (noun) Arist. Metaph. sawālibuhā l-muǧtamiʿatu
The database query could not be executed.