Lookup cumulative lexical entry: ستر

  1. ἀντιφράζω
    • ἀντιφράζω (act. part.) Arist. An. post. ἀντιφράττουσαν τὴν γῆν = anna l-arḍa tastaruhu
  2. ἀντίφραξις
    • ἀντίφραξις (noun) Arist. An. post. ἀντίφραξις γῆς ἐφ' οὗ Β = wa-l-yakun satruhu l-arḍa mā ʿalayhu b'
  3. ἀντιφράττω
    • ἀντιφράττω (verb) Arist. An. post.
    • ἀντιφράττω (verb) Arist. Cael.
  4. ἐγκαλύπτομαι
    • ἐγκαλύπτομαι (pass. part.) Arist. Rhet.
    • ἐγκαλύπτομαι (verb) Arist. Rhet.
  5. επικαλυπτω
    • επικαλυπτω Them. In De an.
  6. ἐπιπρόσθεσις
    • ἐπιπρόσθεσις (noun) Arist. Cael.
    • ἐπιπρόσθεσις (noun) Arist. Cael.
  7. ἐπισκιάζω
    • ἐπισκιάζω (verb) Alex. An. mant. [Vis.] (periphr.) satara min al-ḍiyāʾ
  8. κενεμβατέω
    • κενεμβατέω Ps.-Plut. Placita
  9. κρυπτός
    • κρυπτός (adj.) Artem. Onirocr. mā yaḫfī wa-yasturu
  10. κρύπτω
    • κρύπτω (verb) Arist. Rhet.
  11. περιθέω
    • περιθέω (verb) Arist. Gener. anim. ὥσπερ ἂν εἴ τις περιθείη περί τε τὸ ἔμβρυον = ka-innahu satratun tasturu l-ǧanīna
  12. σκεπάζω
    • σκεπάζω (verb) Arist. Gener. anim.
  13. σκεπαστικός
    • σκεπαστικός (adj.) Arist. Gener. anim. τὸ σκεπαστικὸν μόριον = al-ʿuḍwu allaḏī yasturu
  14. σκέπη
    • σκέπη (noun) Arist. Phys. τῆς τοῦ καρποῦ ἕνεκα σκέπης = min qibali sitri l-ṯamarati wa-waqāʾihā
  15. σκιάζω
    • σκιάζω (verb) Ps.-Plut. Placita σκιάζομαι
The database query could not be executed.