Lookup cumulative lexical entry: سخر

  1. ἀναγκάζω
    • ἀναγκάζω (verb) Arist. Rhet. λειτουργεῖν ἀναγκάζω
  2. λειτουργέω
    • λειτουργέω (verb) Arist. Rhet. λειτουργεῖν ἀναγκάζω
The database query could not be executed.