Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
سخر
ἀναγκάζω
ἀναγκάζω (
verb
)
Arist. Rhet.
λειτουργεῖν ἀναγκάζω
λειτουργέω
λειτουργέω (
verb
)
Arist. Rhet.
λειτουργεῖν ἀναγκάζω
The database query could not be executed.