Lookup cumulative lexical entry: سطع
- διαλάμπω
- διαλάμπω (verb) Ps.-Plut. Placita saṭaʿa šuʿāʿuhā
- διασπείρω
- διασπείρω (verb) Ps.-Plut. Placita διασπείρομαι
- ελλαμπω
- ελλαμπω Them. In De an.
- ελλαμπω Them. In De an.
- ελλαμπω Them. In De an.
- ελλαμπω Them. In De an.
- ελλαμπω Them. In De an.