Lookup cumulative lexical entry: سلس
- ἁπλόος
- ἁπλόος (adj.) Ps.-Arist. Virt. ἁπλοῦς τῷ ἤθει καὶ γενναίος = salasu l-qiyādi ʿazīzun
- διαλύω
- διαλύω (verb) Arist. Rhet.
- ευπαραγωγος
- ευπαραγωγος Them. In De an.
- καλός
- καλός (adj.) Hippocr. Alim. sahlan salisan