Lookup cumulative lexical entry: سلوقيّ

  1. λακωνικός
    • λακωνικός (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ λακωνικὰ κυνίδια = al-kilābu l-salūqiyyatu l-ṭawīlatu l-manāḫīru
    • λακωνικός (adj.) Arist. Hist. anim. κύων λακωνικός = kalbun salūqiyyun
The database query could not be executed.