Lookup cumulative lexical entry: سنبل

  1. ἄσταχυς
    • ἄσταχυς (adj.) Artem. Onirocr.
  2. Ἰνδικός
    • Ἰνδικός (adj.) Rufus Ict. νάρδος Ἰνδική
  3. νάρδος
    • νάρδος (noun) Rufus Ict. νάρδος Ἰνδική
The database query could not be executed.