Lookup cumulative lexical entry: سوء
- ἀηδής
- ἀηδής (adj.) Artem. Onirocr.
- ἀπορία
- ἀπορία (noun) Artem. Onirocr. wa-sūʾu l-ḥāli
- ἀσεβής
- ἀσεβής (adj.) Artem. Onirocr.
- ἀταξία
- ἀταξία (noun) Aelian. Tact. διὰ τὴν ἀταξίαν = li-sūʾi taʿbiyatihim
- ἄτοπος
- ἄτοπος (adj.) Artem. Onirocr.
- δυστυχία
- δυστυχία (noun) Arist. Phys. sūʾu l-baḫti
- δυσχερής
- δυσχερής (adj.) Arist. Rhet. sūʾu l-himmati
- ἕξις
- ἕξις (noun) Arist. Gener. anim. sūʾu mizāǧin
- κακία
- κακία (noun) Arist. Rhet.
- κακοήθεια
- κακοήθεια (noun) Arist. Rhet. sem. etym.; sūʾu l-ḫulqi
- κακοποιός
- κακοποιός (adj.) Arist. Phys. τὸ κακοποιόν = sūʾu fiʿlihā
ἡ δ᾿ ἑτέρα μοῖρα τῆς ἐναντιώσεως πολλάκις ἂν φαντασθείη τῷ πρὸς τὸ κακοποιὸν αὐτῆς ἀτενίζοντι τὴν διάνοιαν οὐδ᾿ εἶναι τὸ παράπαν Arist. Phys. I 9, 192a15 = wa-ammā hāḏihi l-ṭabīʿatu l-uḫrā llatī hiya aḥadu ǧuzʾay l-muḍāddati fa-kaṯīran mā tuḫayyalu li-man taʾammala bi-ḏihnihī sūʾa fiʿlihā annahā laysati l-battata
- κακός
- κακός (adj.) Galen An. virt. insānun sūʾun
οὐχ ὡς νοσῶν ἀλλ' ὡς ἑκὼν κακὸς <κακῶς> δοξάζεται Galen An. virt. 50.14 = wa-llaḏī ʿalayhī l-raʾyu fī man kānati hāḏihi ḥāluhū annahū insānun sūʾun lā min qibali annahū marīḍu l-nafsi bal min qibali irādatihī 23.12
- κακουργία
- κακουργία (noun) Arist. Rhet. sem. etym.; sūʾu l-fiʿāli
- καχύποπτος
- καχύποπτος (adj.) Arist. Rhet. sem. etym.; sūʾu l-ẓanni
- μοχθηρός
- μοχθηρός (adj.) Galen In De off. med.
- μοχθηρός (adj.) Galen Med. phil.
- ὄχλος
- ὄχλος (noun) Artem. Onirocr. qawmu sūʾin
- πονηρός
- πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
- πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
- πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
- φαῦλος
- φαῦλος (adj.) Arist. Rhet. τὰ φαῦλα
- φαῦλος (adj.) Arist. Rhet. τὰ φαῦλα
The database query could not be executed.