Lookup cumulative lexical entry: شابّ

  1. ἀμετάπειστος
    • ἀμετάπειστος (adj.) Arist. An. post. ἀμετάπειστον εἶναι = allā yašūba taṣdīqahu taġayyurun
  2. γηράσκω
    • γηράσκω (act. part.) Arist. Gener. anim. yašību (wa yakbiru)
    • γηράσκω (noun) Arist. Hist. anim. šāba wa-šāḫa
  3. κοινωνέω
    • κοινωνέω (verb) Arist. Cat. κοινωνέω c. Gen. = šāba c. fī
  4. νεάνισκος
    • νεάνισκος (noun) Artem. Onirocr.
  5. νέος
    • νέος (adj.) Arist. Gener. anim.
    • νέος (adj.) Arist. Gener. anim.
    • νέος (adj.) Artem. Onirocr. li-l-šabābi
    • νέος (adj.) Artem. Onirocr. fī l-šābbi
    • νέος (adj.) Galen In De off. med.
    • νέος (adj. comp.) Hippocr. Nat. hom. νεώτερος
  6. παῖς
    • παῖς (noun) Artem. Onirocr.
    • παῖς (noun) Artem. Onirocr.
  7. πολιόω
    • πολιόω (verb) Arist. Gener. anim.
  8. συγκαταγηράσκω
    • συγκαταγηράσκω (verb) Arist. Gener. anim. ἐνίαις καὶ συγκαταγηράσκει τοῦτο τὸ πάθος καὶ συναποθνήσκει = wa rubbamā azmana hāḏā al-dāʾu ḥattā takburu al-imraʾatu wa tašību rubbamā bakā ilā l-mawti
    • συγκαταγηράσκω (verb) Arist. Gener. anim. συγκαταγηράσκει ἢ πολὺν ἐμμένει χρόνον = yalbaṯu zamānan kaṯīran wa yabqī ḥattā tašību l-marʾatu
The database query could not be executed.