Lookup cumulative lexical entry: شام
- οσφραντικος
- οσφραντικος Them. In De an.
- οσφραντικος Them. In De an.
- Συρία
- Συρία (noun) Diosc. Mat. med. τὰ γεννώμενα ἐν Συρίᾳ = mā kāna minhu bi-l-šāmi
- φοινίκη
- φοινίκη (noun) Arist. Hist. anim. al-baḥru llaḏī yalī sāhila l-šāmi