Lookup cumulative lexical entry: شام

  1. οσφραντικος
    • οσφραντικος Them. In De an.
    • οσφραντικος Them. In De an.
  2. Συρία
    • Συρία (noun) Diosc. Mat. med. τὰ γεννώμενα ἐν Συρίᾳ = mā kāna minhu bi-l-šāmi
  3. φοινίκη
    • φοινίκη (noun) Arist. Hist. anim. al-baḥru llaḏī yalī sāhila l-šāmi
The database query could not be executed.