Lookup cumulative lexical entry: شامة

  1. γράμμα
    • γράμμα (noun) Arist. Gener. anim.
  2. ὀσφρητικός
    • ὀσφρητικός (adj.) Galen An. virt.
      πάλιν αὖ δυνάμεις αὐτὴν ἔχειν λέγομεν ὀπτικὴν ἀκουστικὴν ὀσφρητικὴν γευστικὴν ἁπτικήν Galen An. virt. 35.2 = qad naqūlu ayḍan [inna lahā] quwwatan mubṣiratan wa-sāmiʿatan wa-šāmmatan wa-ḏawwāqatan wa-lāmisatan 11.14
  3. στίγμα
    • στίγμα (noun) Arist. Gener. anim.
The database query could not be executed.