Lookup cumulative lexical entry: شبع

  1. ἐμπίπλημι
    • ἐμπίπλημι (verb) Galen Med. phil. φιλόπονον εἶναί ἐμπιπλάμενον = muʾṯiran li-l-sukri ʾaw li-l-šabʿi
  2. πλησμονή
    • πλησμονή (noun) Hippocr. Aphor.
    • πλησμονή (noun) Hippocr. Nat. hom.
    • πλησμονή (noun) Hippocr. Nat. hom.
    • πλησμονή (noun) Rufus Ict.
The database query could not be executed.