Lookup cumulative lexical entry: شتوي

  1. ἐτησίαι
    • ἐτησίαι (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ ἐτησίαι (sc. ἄνεμοι) = al-riyāḥu l-šatawiyyatu
    • ἐτησίαι (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ ἐτησίαι (sc. ἄνεμοι) = al-riyāḥu l-šatawiyyatu
    • ἐτησίαι (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ ἐτησίαι (sc. ἄνεμοι) = al-riyāḥu l-šatawiyyatu
  2. χειμερινός
    • χειμερινός (adj.) Hippocr. Aer.
    • χειμερινός (adj.) Hippocr. Aer.
    • χειμερινός (adj.) Hippocr. Aer.
    • χειμερινός (adj.) Hippocr. Nat. hom.
    • χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita ὁ χειμερινός (sc. τροπικός) = al-munqalabu l-šatawiyyu
    • χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita
    • χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita
    • χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita
    • χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita ὁ χειμερινός τροπικός = al-munqalabu l-šatawiyyu
    • χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita ὁ χειμερινός (sc. τροπικός) = al-munqalabu l-šatawiyyu
    • χειμερινός (adj.) Ptol. Hypoth. nuqṭatu l-inqilābi l-šatawiyyi
    • χειμερινός (noun) Ptol. Hypoth. τοὺ χειμερινοῦ = al-munqalabu l-šatawiyyu
  3. χειμέριος
    • χειμέριος (adj.) Hippocr. Aer.
  4. χειμών
    • χειμών (noun) Arist. Metaph. rīḥun ʿāṣifun šitawīyun
The database query could not be executed.