Lookup cumulative lexical entry: شرّ

  1. ἀδικία
    • ἀδικία (noun) Arist. Rhet. hend.; al-šurūru l-qabīḥatu
  2. αἰσχρός
    • αἰσχρός (adj.) Alex. An. mant. [Lib. arb.]
    • αἰσχρός (adj.) Alex. An. mant. [Lib. arb.]
    • αἰσχρός (adj.) Arist. Rhet. αἰσχίω
  3. ἀποτέλεσμα
    • ἀποτέλεσμα (noun) Artem. Onirocr. šarruhu
  4. ἀτυχία
    • ἀτυχία (noun) Ps.-Arist. Virt.
  5. βλάπτω
    • βλάπτω (verb) Artem. Onirocr.
    • βλάπτω (verb) Hippocr. Aphor. μᾶλλον βλάψεις = zidtahū šarran
      ὁκόσον ἂν θρέψῃς μᾶλλον βλάψεις Hippocr. Aphor. II 10 = kullamā ġaḏawtahū zidtahū šarran 11.8
    • βλάπτω (gerund) Ps.-Arist. Div.
  6. δεινός
    • δεινός (adj.) Arist. Rhet. δεινόν
    • δεινός (adj.) Artem. Onirocr.
    • δεινός (adj.) Artem. Onirocr.
  7. εὐχρηστία
    • εὐχρηστία (noun) Artem. Onirocr. al-ḫayru wa-l-šarru
  8. κακία
    • κακία (noun) Arist. Rhet.
    • κακία (noun) Arist. Rhet. αἱ κακίαι
    • κακία (noun) Arist. Rhet.
    • κακία (noun) Arist. Rhet. αἱ κακία = hend.; al-šurūru wa-masāwiʾu
    • κακία (noun) Galen An. virt.
      ὁ Πλάτων ὡμολόγησε τὴν ψυχὴν ἐν κακίᾳ τινὶ γίγνεσθαι διὰ τὴν ἐν τῷ σώματι κακοχυμίαν Galen An. virt. 50.4 = fa-qad aqarra Aflāṭunu ... anna l-nafsa taʾūlu ilā l-šarri min qibali radāʾati l-kaymūsi l-kāʾini fī l-badani 23.5
    • κακία (noun) Galen An. virt. fī ḥālin šarruhum fīhā
      αὐτοῖς ἐκείνοις (sc. τοῖς πονηροῖς) ἄμεινόν ἐστι τεθνάναι διεφθαρμένοις οὕτω τὴν ψυχὴν ὡς ἀνίατον ἔχειν τὴν κακίαν Galen An. virt. 74.18 = iḏ kānū mina l-fasādi fī ḥālin šarruhum fīhā [ġayru] qābilin li-l-ʿilāǧi fa-inna l-mawta aṣlaḥu lahum 39.23
    • κακία (noun) Galen An. virt.
    • κακία (noun) Galen An. virt.
    • κακία (noun) Galen An. virt.
      τῆς κακίας ἐν ἡμῖν ... σπέρμα Galen An. virt. 78.11 = fī-nā taridu … al-šurūru 42.18
    • κακία (noun) Nicom. Arithm.
    • κακία (noun) Ps.-Arist. Virt. αἱ κακίαι = al-šurūru
    • κακία (noun) Ps.-Arist. Virt.
    • κακια Them. In De an.
  9. κακολόγος
    • κακολόγος (adj.) Arist. Rhet. sem. etym.; allaḏi yanṭuqu bi-l-šarri
  10. κακόν
    • κακόν (noun) Arist. Cat. al-šarru
  11. κακός
    • κακός (adj.) Arist. An. post. li-l-šarri
    • κακός (adj.) Arist. Metaph.
    • κακός (adj.) Arist. Phys. ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ εἰς τὸ κακόν = min ḫayrin ilā šarrin
    • κακός (adj.) Arist. Rhet. τὸ κακόν = al-šarru
    • κακός (adj.) Arist. Rhet. τὸ κακόν = al-šarru
    • κακός (adj.) Arist. Rhet. τὸ κακόν = al-šarru
    • κακός (adj.) Arist. Rhet. τὸ κακόν = al-šarru
    • κακός (adj.) Arist. Rhet. τὰ κακά = al-šarru
    • κακός (adj.) Artem. Onirocr.
    • κακός (adj.) Galen An. virt. τὸ κακόν
    • κακός (adj.) Galen An. virt. τὸ κακόν
    • κακός (adj.) Galen An. virt.
    • κακός (adj.) Galen An. virt. οἱ κακοί = al-ašrāru
      ὡς ἑκόντων ... τῶν κακῶν Galen An. virt. 51.3 = bi-irādatin mina l-ašrāri 23.19
    • κακός (adj.) Galen An. virt. οἱ κακοί = al-ašrāru
    • κακός (adj.) Galen An. virt. οἱ κακοί = al-ašrāru
    • κακός (adj.) Galen An. virt. οἱ κακοί = al-ašrāru
    • κακός (adj.) Galen An. virt. οἱ κακοί = al-ašrāru
    • κακός (adj.) Galen An. virt. οἱ κακοί = al-ašrāru
    • κακός (adj.) Ps.-Arist. Div.
    • κακός (adj.) Ps.-Arist. Div. τοῖς κακοῖς
    • κακός (adv.) Ps.-Arist. Div. κακῶς = al-šurūru
    • κακός (adj.) Ps.-Arist. Virt. τὰ κακά = al-šurūru
    • κακός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ κακόν
    • κακός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ κακόν
    • κακός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ κακόν = šayʾun mina l-šarri
    • κακος Them. In De an.
    • κακος Them. In De an.
    • κακος Them. In De an.
  12. κακῶς
    • κακῶς (adv.) Arist. Rhet. bi-šarrin
  13. καχεξία
    • καχεξία (noun) Ps.-Plut. Placita šarru ḥāli mizāǧihi
  14. κίνδυνος
    • κίνδυνος (noun) Artem. Onirocr. šarrun...wa-šiddatun
  15. μισοπονηρία
    • μισοπονηρία (noun) Ps.-Arist. Virt. maqtu l-šarri
    • μισοπονηρία (noun) Ps.-Arist. Virt. tanakkubu l-šarri
  16. μοχθηρός
    • μοχθηρός (adj.) Galen An. virt.
  17. οὐδέτερος
    • οὐδέτερος (adj.) Ps.-Arist. Div. mā laysa ḫayrun wa lā šarrun
  18. πανουργία
    • πανουργία (noun) Ps.-Arist. Virt. al-ḫubṯu wa-l-šarru
  19. πάσχω
    • πάσχω (verb) Artem. Onirocr.
  20. πονηρία
    • πονηρία (noun) Arist. Rhet. al-šarru
    • πονηρία (noun) Galen An. virt.
  21. πονηρός
    • πονηρός (adj.) Arist. Rhet.
    • πονηρός (adj.) Arist. Rhet.
    • πονηρός (adj.) Arist. Rhet.
    • πονηρός (adj.) Arist. Rhet.
    • πονηρός (adj.) Arist. Rhet. šurūrun
    • πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
    • πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
    • πονηρός (adj.) Galen An. virt. οἱ πονηροί = allaḏīna ḥāluhum fī l-šarri
      ἀποκτείνομεν τοὺς ἀνιάτως πονηροὺς ... ἵνα μήθ᾿ ἡμᾶς ἀδικήσωσι ζῶντες Galen An. virt. 74.14 = naqtulu llaḏīna ḥāluhum fī l-šarri ġayru qābilatin li-l-ʿilāǧi ... li-kay-mā lā yuʾḏūnā in baqū aḥyāʾan 39.20
    • πονηρός (adj.) Galen An. virt. οἱ πονηροί = al-ašrāru
    • πονηρός (adj.) Galen An. virt. οἱ πονηροί = al-ašrāru
    • πονηρός (adj.) Galen An. virt. οἱ πονηροί = al-ašrāru
    • πονηρός (adj.) Galen An. virt. πονηρότατος = šarrun ǧiddan
  22. φαῦλος
    • φαῦλος (adj.) Arist. Poet.
      οἱ δὲ εὐτελέστεροι, τὰς τῶν φαύλων πρῶτον ψόγους ποιοῦντες Arist. Poet. 4, 1448b26 = wa-baʿḍuhum mimman qad kāna minhum arḏala, ʿinda mā kānū yahǧūna awwalani l-ašrāra 226.7
    • φαῦλος (adj.) Arist. Rhet. φαῦλα ποιεῖν = faʿala l-šarra
    • φαῦλος (adj.) Arist. Rhet. τὰ φαῦλα
    • φαῦλος (adj.) Arist. Rhet. τὰ φαῦλα = al-šarru
    • φαῦλος (adj.) Arist. Rhet. φαῦλον
    • φαῦλος (adj.) Arist. Rhet. φαῦλον
  23. χείρων
    • χείρων (adj. comp.) Arist. Poet.
      Πολύγνωτος μὲν γὰρ κρείττους, Παύσων δὲ χείρους, Διονύσιος δὲ ὁμοίους εἴκαζεν Arist. Poet. 2, 1448a6 = ammā l-aḫyāru minhum li-l-aḫyāri wa-l-ašrāru li-l-ašrāri ka-mā ammā an Fāwsun ḥākā l-ašrāra wa-šabbaha wa-ammā Diyūnūsiyūs kāna yušabbihu wa-yuḥākī l-šabīha 222.14
    • χείρων (adj.) Arist. Rhet. τὸ χεῖρον = al-šarru
The database query could not be executed.