Lookup cumulative lexical entry: شكاية

  1. ἀνέγκλητος
    • ἀνέγκλητος (adj.) Arist. Eth. Nic. ἀνέγκλητοι = lā talzamuhumu l-šikāyatu
  2. δίκη
    • δίκη (noun) Arist. Rhet.
  3. ἔγκλημα
    • ἔγκλημα (noun) Arist. Eth. Nic.
      οὗτοι μὲν οὖν ὧν ἔλαβον τὸν μισθὸν μὴ ποιοῦντες εἰκότως ἐν ἐγκλήμασίν εἰσιν Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164a33 = wa-ammā hāʾulāʾi iḏ lā yafʿalūna mā qad aḫaḏū [lahu] l-aǧra fa-bi-ḥaqqin hum fī anwāʿi l-šikāyati 483.11
    • ἔγκλημα (noun) Arist. Eth. Nic.
      εἰκότως ἐν ἐγκλήμασι γίνονται Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164a29 = wa-bi-ḥaqqin yaṣīrūna ilā anwāʿi l-šikāyati 483.9
    • ἔγκλημα (noun) Arist. Rhet.
  4. κατηγορέω
    • κατηγορέω (verb) Arist. Rhet. κατηγορεῖν
    • κατηγορέω (verb) Arist. Rhet. κατηγορεῖν
    • κατηγορέω (verb) Arist. Rhet. fī šikāyati l-šākī
  5. κατηγορία
    • κατηγορία (noun) Arist. Rhet.
    • κατηγορία (noun) Arist. Rhet.
    • κατηγορία (noun) Arist. Rhet.
The database query could not be executed.