Lookup cumulative lexical entry: شهوانيّ

  1. ἐπιθυμητικός
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Arist. Rhet.
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Ps.-Arist. Virt.
  2. ἐπιθυμητός
    • ἐπιθυμητός (adj.) Arist. Metaph.
The database query could not be executed.