Lookup cumulative lexical entry: شِكاية
- ἀνέγκλητος
- ἀνέγκλητος (adj.) Arist. Eth. Nic. ἀνέγκλητοι = lā talzamuhumu l-šikāyatu
- δίκη
- ἔγκλημα
- ἔγκλημα (noun) Arist. Eth. Nic.
οὗτοι μὲν οὖν ὧν ἔλαβον τὸν μισθὸν μὴ ποιοῦντες εἰκότως ἐν ἐγκλήμασίν εἰσιν Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164a33 = wa-ammā hāʾulāʾi iḏ lā yafʿalūna mā qad aḫaḏū [lahu] l-aǧra fa-bi-ḥaqqin hum fī anwāʿi l-šikāyati 483.11 - ἔγκλημα (noun) Arist. Eth. Nic.
εἰκότως ἐν ἐγκλήμασι γίνονται Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164a29 = wa-bi-ḥaqqin yaṣīrūna ilā anwāʿi l-šikāyati 483.9 - ἔγκλημα (noun) Arist. Rhet.
- κατηγορέω
- κατηγορέω (verb) Arist. Rhet. κατηγορεῖν
- κατηγορέω (verb) Arist. Rhet. κατηγορεῖν
- κατηγορέω (verb) Arist. Rhet. fī šikāyati l-šākī
- κατηγορία
- κατηγορία (noun) Arist. Rhet.
- κατηγορία (noun) Arist. Rhet.
- κατηγορία (noun) Arist. Rhet.
The database query could not be executed.