Lookup cumulative lexical entry: صحّح
- διορθόω
- διορθόω (verb) Ptol. Hypoth. ṣaḥḥaḥnāhā wa-ʿallamnā bihā
- διορθόω (verb) Ptol. Hypoth.
- ἐπίστασις
- ἐπίστασις (noun) Galen In De off. med. nuṣaḥḥiḥa wa-nuḥaqqiqa
- κατορθόω
- κατορθόω (verb) Artem. Onirocr.
- κρατύνω
- κρατύνω (verb) Hippocr. Off. med.