Lookup cumulative lexical entry: صريع

  1. ἀθλητής
    • ἀθλητής (noun) Galen Med. phil.
    • ἀθλήτης (noun) Hippocr. Aphor. οἱ ἀθληταί = amru l-asnāni l-ṣirrīʿīn
  2. ἀθλητικός
    • ἀθλητικός (adj.) Hippocr. Alim.
  3. γῆ
    • γῆ (noun) Artem. Onirocr. yaqayʿu ṣarīʿan
  4. παλαιστης
    • παλαιστης Them. In De an.
  5. παλαιστικός
    • παλαιστικός (adj.) Arist. Rhet.
The database query could not be executed.