Lookup cumulative lexical entry: صعب
- ἀγριαίνω
- ἀγριαίνω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀμυδρός
- ἀμυδρός (adj.) Arist. Phys. ἀμυδρῶς
- ἀφυής
- ἀφυής (adj. comp.) Arist. Eth. Nic. οἱ ἀφυέστεροι = man kāna ṣaʿba l-ṭabīʿati
- βαρύς
- βαρύς (adv.) Hippocr. Diaet. acut. βάρεως
- δυσκαθεκτος
- δυσκαθεκτος Them. In De an.
- δύσκολος
- δύσκολος (adj.) Arist. Metaph. ʿasirun ṣaʿbun
- δυσόρατος
- δυσόρατος (adj.) Alex. An. mant. [Vis.] (šayʾun) ṣaʿuba idrākuhū
- δύσφορος
- δύσφορος (adj.) Hippocr. Aphor. δύσφορος τινί = ṣaʿuba ʿalayhi maraḍuhū
ὁκόσοισι κρίσις γίνεται, τούτοισιν ἡ νὺξ δύσφορος Hippocr. Aphor. II 13 = man yaʾtīhi l-buḥrānu qad yaṣʿubu ʿalayhi maraḍuhū fī l-laylati 11.12
- δυσχεραίνω
- δυσχεραίνω (act. part.) Galen An. virt. οἱ δυσχεραίνοντες = ulāʾika llaḏīna yaṣʿubu alayhim yanfurūna
- δυσχέρεια
- δυσχέρεια (noun) Arist. Metaph. al-masāʾilu l-ṣaʿbatu
- δυσχερής
- δυσχερής (adj.) Arist. Eth. Nic.
- ἐμπόδιος
- ἐμπόδιος (adj.) Artem. Onirocr.
- μᾶλλον
- μᾶλλον (adv.) Galen An. virt.
- μέγας
- μέγας (adj.) Artem. Onirocr.
- προσάντης
- προσάντης (adj.) Arist. Eth. Nic. mā ṣaʿuba
καίπερ προσάντους τῆς τοιαύτης ζητήσεως γινομένης Arist. Eth. Nic. I 6, 1096a12 = wa-in kāna l-baḥṯu ʿan ḏālika mimmā yaṣʿubu ʿalaynā 125.2
- ῥᾴδιος
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. Phys. μὴ ῥᾴδιον εἶναι διορίσαι = annahu yaṣʿubu taḥdīduhā
- σφοδρός
- σφοδρός (adj.) Galen An. virt. σφοδρῶς
- σφοδρός (adj.) Galen An. virt. πυρετός ... σφοδρός = al-ḥummā l-ṣaʿbatu l-mufriṭatu
- χαλεπός
- χαλεπός (adj.) Arist. An. post. wa-qad yaṣʿabu...
- χαλεπός (adj.) Arist. An. post. χαλεπόν = min al-amri l-ṣaʿbi...
- χαλεπός (adj.) Arist. Cat. χαλεπόν
- χαλεπός (adj.) Arist. Cat. ἢ τῶν πάνυ χαλεπῶν = immā mimmā yaṣʿubu ǧiddan
- χαλεπός (adj.) Arist. Metaph.
- χαλεπός (adj.) Arist. Phys. οὐ χαλεπόν = laysa yaṣʿubu
οὐ γὰρ χαλεπὸν ἀνελεῖν τὰς ἀτόμους γραμμάς Arist. Phys. III 6, 206a17 = fa-innahū laysa yaṣʿubu ibṭālu l-ḫuṭūṭi llatī lā tanqasimu 250.15 - χαλεπός (adj.) Arist. Phys. λύειν οὐ χαλεπόν = wa-ḥallu ḏālika laysa bi-ṣaʿbin
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. ṣaʿbatun wa-ʿurratun
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. τὸ χαλεπόν = al-ṣaʿbu
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπόν
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπόν
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπόν
- χαλεπός (adj.) Nicom. Arithm.
The database query could not be executed.