Lookup cumulative lexical entry: صفاء

  1. καθαρός
    • καθαρός (adj.) Galen An. virt. τὸ καθαρόν
  2. λαμπρός
    • λαμπρός (adj.) Hippocr. Aer. τὸ λαμπρόν = ṣafāʾuhu wa-naqāʾuhu wa-lamāʿatuhu
  3. λαμπρότης
    • λαμπρότης (noun) Arist. Meteor.
The database query could not be executed.