Lookup cumulative lexical entry: صلابة

  1. ἀνδρεία
    • ἀνδρεία (noun) Ps.-Arist. Virt.
    • ἀνδρεία (noun) Ps.-Arist. Virt. al-ṣarāmatu wa-l-ṣalābatu
  2. ἀντιτυπία
    • ἀντιτυπία (noun) Ps.-Plut. Placita
  3. βαρύτης
    • βαρύτης (noun) Arist. Rhet.
  4. ἰσχυρός
    • ἰσχυρός (adj.) Ps.-Plut. Placita
  5. σκίρρωμα
    • σκίρρωμα (noun) Diosc. Mat. med.
  6. σκληρία
    • σκληρία (noun) Diosc. Mat. med.
  7. σκληρός
    • σκληρός (adj.) Galen An. virt. ḏū ṣalābatin
    • σκληρός (adj.) Galen An. virt. ḏū ṣalābatin
      ἐνταῦθα <δὲ> σκληρούς τε καὶ ἰσχυροὺς καὶ διηρθρωμένους ... εὑρήσεις (sc. τοὺς ἀνθρώπους) Galen An. virt. 62.11 = fa-innahū yaǧibu an yakūna l-nāsu hunāka ḏawī ṣalābatin wa-quwwatin ḏāti baqāʾin aqwiyāʾa l-mafāṣili 31.10
    • σκληρός (adj.) Ps.-Plut. Placita
  8. σκληρότης
    • σκληρότης (noun) Arist. Phys. σκληρότης μαλακότης = al-ṣalābatu wa-l-līnu
    • σκληρότης (noun) Rufus Ict. ṣalābatu l-kabidi
    • σκληροτης Them. In De an.
  9. στερεός
    • στερεός (adj.) Galen An. virt. τὰ στερεά = al-ašyāʾu llatī hiya akṯaru ṣalābatin
  10. στερρότης
    • στερρότης (noun) Alex. An. mant. [Vis.]
    • στερρότης (noun) Arist. Gener. anim.
  11. συντονία
    • συντονία (noun) Arist. Hist. anim. ṣalābatu wa-šiddatun
  12. τραχύς
    • τραχύς (adj.) Artem. Onirocr. ṣalābatihā
The database query could not be executed.