Lookup cumulative lexical entry: صلاح
- ἀγαθός
- ἀγαθός (adj.) Arist. Rhet.
ἀγαθὴ δὲ κατ' ἀρετὴν σώματος, οἷον μέγεθος κάλλος ἰσχὺν δύναμιν ἀγωνιστικήν I 5, 1361a2 = wa-ṣalāḥuhum fī faḍāʾili l-ǧasadi ka-l-ǧazālati wa-l-ǧamāli wa-l-šiddati wa-l-baṭši 24.6
- ἀνίατος
- ἀνίατος (adj.) Arist. Rhet. ġayru ḏī ṣalāḥi
- ἀποκαθίστημι
- ἀποκαθίστημι (pass. part.) Arist. Cat. ταχὺ ἀποκαθισταμένων = wašīku ʿawdatihī ilā l-ṣalāḥi
ὅσα δὲ ἀπὸ ῥᾳδίως διαλυομένων καὶ ταχὺ ἀποκαθισταμένων γίγνεται πάθη λέγεται Arist. Cat. 9b28 BN 170b10 - ἀποκαθίστημι (verb) Arist. Cat. μὴ ῥᾳδίως ἀποκαθίστανται = lam yashul ʿawdatuhū ilā l-ṣalāḥi
- δίκαιος
- δίκαιος (adj.) Ps.-Arist. Div.
- εὐδαιμονέω
- εὐδαιμονέω (verb) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ḥāli
- εὐδαιμονία
- εὐδαιμονία (noun) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ḥāli
- εὐδαιμονία (noun) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ḥāli
- εὐδαιμονία (noun) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ḥāli
- εὐδαιμονία (noun) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ḥāli
- εὐδαιμονία (noun) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ḥāli
- εὐδαιμονία (noun) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ḥāli
- εὐδαιμονία (noun) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ḥāli
- εὐπραξία
- εὐπραξία (noun) Artem. Onirocr. ṣalāḥu l-aʿmāli
- εὐτυχία
- εὐτυχία (noun) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ǧaddi
- καθίστημι
- καθίστημι (pass. part.) Arist. Cat. καθισταμένος = al-ʿawdatu ilā l-ṣalāḥi
ὅσα δὲ ἀπὸ ταχὺ καθισταμένων γίγνεται πάθη λέγεται Arist. Cat. 10a6 = ʿan ašyāʾa sahilatin wašīkatin al-ʿawdati ilā l-ṣalāḥi BN 170b20
- συμφέρον
- συμφέρον (noun) Ps.-Plut. Placita
- σώζω
- σώζω (gerund) Nicom. Arithm. σωθῆναι = taltamisa ṣalāḥuhā wa-salāmatuhā
- χρηστότης
- χρηστότης (noun) Ps.-Arist. Virt.
- χρηστόφιλία
- χρηστόφιλία (noun) Arist. Rhet. ṣalāḥu l-ḫullati
The database query could not be executed.