Lookup cumulative lexical entry: صناعة
- ἀναφορικόν
- ἀναφορικόν (noun) Hyps. Anaph. τὰ ἀναφορικά = ṣināʿatu l-maṭāliʿ
- ἀνδριαντοποιϊκή
- ἀνδριαντοποιϊκή (noun) Arist. Metaph. ἀνδριαντοποιητική = ṣināʿatu l-aṣnāmi
- ἀνδριαντοποιική (noun) Arist. Phys. ṣināʿatu ʿamali l-tamāṯīli
οἷον τοῦ ἀνδριάντος (sc. αἴτιον) καὶ ἡ ἀνδριαντοποιικὴ καὶ ὁ χαλκός Arist. Phys. II 3, 195a6 = wa-miṯālu ḏālika anna sababa timṯāli l-insāni ṣināʿatu ʿamali l-tamāṯīli wa-sababuhū l-nuḥāsu 104.4
- ἀριθμητικός
- ἀριθμητικός (adj.) Arist. An. post. ἀριθμητικῇ = fī ṣināʿati l-ʿadadi
- ἀριθμητικός (adj.) Arist. Metaph. ṣināʿatu l-ʿadadi
- ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. li-ṣināʿatu l-ʿadadi
- αριθμητικος Them. In De an.
- ἀρχιτεκτονικός
- ἀρχιτεκτονικός (adj.) Arist. Metaph. awāʾilu l-ṣināʿāti
- ἀστρολογία
- ἀστρολογία (noun) Arist. Phys. ṣināʿatu l-nuǧūmi
- ἀστρονομία
- ἀστρονομία (noun) Galen Med. phil. ṣināʿatu l-nuǧūmi
- αστρονομια Them. In De an.
- ἄτεχνος
- ἄτεχνος (adj.) Arist. Rhet. bi-ġayri ṣināʿati
- ἄτεχνος (adj.) Arist. Rhet. bi-lā ṣināʿati
- ἄτεχνος (adj.) Arist. Rhet. bi-lā ṣināʿati
- ἄτεχνος (adj.) Arist. Rhet. bi-lā ṣināʿati
- αυλητικος
- αὐλητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ka-ṣināʿati l-zamri
- αυλητικος Them. In De an.
- αὐτός
- αὐτός (pronoun) Aelian. Tact. αὐτῆς sc. ἡ τακτική (τέχνη) = min ṣināʿati l-taʿbiyati
- γεωμετρία
- γεωμετρία (noun) Artem. Onirocr. ṣināʿatu l-handasati
- γεωμετρία (noun) Galen Med. phil. ṣināʿatu l-handasati
- δημιουργια
- δημιουργια Them. In De an.
- διαλεκτικός
- διαλεκτικός (adj.) Arist. An. post. ἡ διαλεκτική = ṣināʿatu l-ǧadali
- διαλεκτικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ διαλεκτική = ṣināʿatu l-ǧadali
- Διόνυσος
- Διόνυσος (noun) Artem. Onirocr. man kānat ṣināʿatuhu fī l-šarābi
- δύναμις
- δύναμις (noun) Arist. Eth. Nic.
- ἔντεχνος
- ἔντεχνος (adj.) Arist. Rhet. bi-l-ṣināʿati
- ἔντεχνος (adj.) Arist. Rhet. bi-l-ṣināʿati
- ἔντεχνος (adj.) Arist. Rhet. bi-l-ṣināʿati
- ἕξις
- ἕξις (noun) Artem. Onirocr. al-ašyāʾu llatī fī tilka l-ṣināʿati
- ἐπιτήδευμα
- ἐπιτήδευμα (noun) Ps.-Arist. Div. al-ṣanāʾiʿu
- θεωρία
- θεωρία (noun) Galen Med. phil. τὴν λογικὴν θεωρίαν = ṣināʿatu l-manṭiqi
- ἰατρικός
- ἰατρικός (adj.) Arist. Metaph. ṣināʿatu l-ṭibbi
- ἰατρικός (adj.) Galen Med. phil. ἰατρικὴν λόγου = al-qawlu fī ṣināʿati l-ṭibbi
- ἰατρικός (adj.) Galen Med. phil. ṣināʿatu l-ṭibbi
- ἰατρικός (noun) Hippocr. Diaet. acut. ἰητρική = ṣināʿatu l-ṭibbi
- ἰατρικός (adj.) Ps.-Arist. Div. al-ṣināʿatu l-ṭibbiyyatu
- ἱεροσκοπία
- ἱεροσκοπία (noun) Hippocr. Diaet. acut. ἱεροσκοπίη = al-ṣināʿatu llatī tanẓuru fī l-ḏabāʾiḥi
- ἱππικός
- ἱππικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ka-ṣināʿati furūsiyyati
- κιθαρα
- κιθάρισις
- κιθάρισις (noun) Arist. Poet. ṣināʿatu l-ʿīdāni
καὶ γὰρ ἐν ὀρχήσει καὶ αὐλήσει καὶ κιθαρίσει ἔστι γενέσθαι ταύτας τὰς ἀνομοιότητας Arist. Poet. 2, 1448a10 = wa-ḏālika annahū fī l-raqṣi wa-l-zamri wa-ṣināʿati l-ʿīdāni qad yūǧadu li-hāḏihi an takūna ġayra mutašābihatin 222.17
- κιθαριστικός
- κιθαριστικός (adj.) Arist. Poet. ἡ κιθαριστική (sc. ποίησις) = ṣināʿatu l-malāhī mina l-zamri wa-l-ʿūdi
καὶ κιθαριστικῆς πᾶσαι τυγχάνουσιν οὖσαι μιμήσεις τὸ σύνολον Arist. Poet. 1, 1447a15 = kullu mā kāna dāḫilan fī l-tašabbuhi wa-muḥākātin ṣināʿatu l-malāhī mina l-zamri wa-l-ʿūdi wa-ġayrihī 220.9 - κιθαριστικός (adj.) Arist. Poet. ἡ κιθαριστική (sc. ποίησις) = ṣināʿatu l-ʿīdāni
οἷον ἁρμονίᾳ μὲν καὶ ῥυθμῷ χρώμεναι μόνον ἥ τε αὐλητικὴ καὶ ἡ κιθαριστικὴ Arist. Poet. 1, 1447a24 = miṯālu ḏālika awlīṭīqī wa-ṣināʿatu l-ʿīdāni fa-innahumā tastaʿmilāni l-laḥna wa-l-taʾlīfa faqaṭ 220.14
- κωμῳδία
- κωμῳδία (noun) Arist. Poet. ṣināʿatu hiǧāʾin
(sc. Ὅμηρος) οὕτως καὶ τὸ τῆς κωμῳδίας σχῆμα πρῶτος ὑπέδειξεν, οὐ ψόγον ἀλλὰ τὸ γελοῖον δραματοποιήσας Arist. Poet. 4, 1448b36 = wa-hākaḏā huwa awwalu man aẓhara šakla ṣināʿati hiǧāʾin laysa fīhi l-hiǧāʾu faqaṭ lākinna fī bābi l-istihzāʾi wa-l-muṭānazati fa-innahū ʿamila fīhā l-našīda l-musammā bi-l-yūnāniyyati "drāmāṭā" 226.15
- μάθησις
- μάθησις (noun) Galen Med. phil. μαθήσεώς τε καὶ ἀσκήσεως = tadarrubun fī ṣināʿatihi
- μέθοδος
- μέθοδος (noun) Arist. Rhet. hend.; al-ḥīlatu aw al-ṣināʿatu
- μέθοδος (noun) Galen Med. phil.
- μέθοδος (noun) Galen Med. phil. τὴν λογικὴν μέθοδον = ṣināʿatu l-manṭiqi
- μέθοδος (noun) Galen Med. phil. τῆς λογικῆς μεθόδου = ṣināʿatu l-manṭiqi
- μεταλλευτικός
- μεταλλευτικός (adj.) Ps.-Arist. Div. al-ṣināʿatu l-muḫriǧiyyatu l-ḥadīda mina l-maʿdini
- μουσική
- μουσική (noun) Nicom. Arithm. ἐν μουσικῇ = maʿrifatu ṣināʿati l-mūsīqā
- μουσική (noun) Ps.-Arist. Div. ṣināʿatu l-mūsīqā
- μουσική (noun) Ps.-Arist. Div. ṣināʿatu l-mūsīqā
- μουσική (noun) Ps.-Arist. Div. li-ṣināʿati l-alḥāni
- μουσικη Them. In De an.
- μυρεψικος
- μυρεψικος Them. In De an.
- ναυπηγικός
- ναυπηγικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ ναυπηγική (sc. τέχνη) = ṣināʿatu ʿamali l-sufuni
- ναυπηγικός (adj.) Arist. Phys. ἡ ναυπηγική = ṣināʿatu bināʾi l-sufuni
- ναυπηγικός (adj.) Ps.-Arist. Div. fa-ʿilmu ṣināʿati l-naǧārati
- ναυπηγικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ġāyatu l-ṣināʿati l-naǧārati
- οἰκοδομικός
- οἰκοδομικός (adj.) Arist. Metaph. ṣināʿatu l-bināʾi
- οψοποιια
- πλαστός
- πλαστός (adj.) Galen Med. phil.
- ποιέω
- ποιέω (gerund) Arist. Poet. τὸ ποιεῖν = ṣināʿatu l-šiʿri
πλὴν οἱ ἄνθρωποί γε συνάπτοντες τῷ μέτρῳ τὸ ποιεῖν ἐλεγειοποιοὺς τοὺς δὲ ἐποποιοὺς ὀνομάζουσιν Arist. Poet. 1, 1447b14 = ġayra anna l-nāsa ʿinda mā yuwaṣṣilūna [bi-]waznin ṣināʿata l-šiʿri yusammūna baʿḍahā ‘fūyu-alaġāyā’ wa-baʿḍahā ‘fūyu-l-afī’ 220.22
- ποίημα
- ποίημα (noun) Arist. Poet. al-ṣināʿatu min ṣināʿati l-šuʿarāʾi
τῶν μὲν οὖν πρὸ Ὁμήρου οὐδενὸς ἔχομεν εἰπεῖν τοιοῦτον ποίημα Arist. Poet. 4, 1448b29 = ġayra anna laysa lanā an naqūla fī insānin qabla Ūmīrūsa innahū ʿamila miṯla hāḏihi l-ṣināʿati min ṣināʿati l-šuʿarāʾi 226.8
- ποίησις
- ποίησις (noun) Arist. Poet. ṣināʿatu l-šiʿri
ὥσπερ ἥ τε τῶν διθυραμβικῶν ποίησις καὶ ἡ τῶν νόμων καὶ ἥ τε τραγῳδία καὶ ἡ κωμῳδία Arist. Poet. 1, 1447b26 = ka-ṣināʿati l-širi llatī diṯūrambī wa-llatī li-l-nāmūsi wa-l-madīḥi ayḍan wa-l-hiǧāʾi 222.7
- ποιητικός
- ποιητικός (adj.) Arist. Poet. ἡ ποιητική (sc. τέχνη) = ṣināʿatu l-šiʿri
περὶ ποιητικῆς αὐτῆς τε καὶ τῶν εἰδῶν αὐτῆς, ἥν τινα δύναμιν ἕκαστον ἔχει, ... λέγωμεν Arist. Poet. 1, 1447a8 = innā mutakallimūna l-āna fī ṣināʿati l-šiʿri wa-anwāʿihā wa-muḫbirūna ayyu quwwatin li-kulli wāḥidin wāḥidin minhā 220.4 - ποιητικός (adj.) Arist. Poet. ἡ ποιητική (sc. τέχνη) = ṣināʿatu l-šiʿri
ἐοίκασι δὲ γεννῆσαι μὲν ὅλως τὴν ποιητικὴν αἰτίαι δύο τινὲς καὶ αὗται φυσικαί Arist. Poet. 4, 1448b4 = wa-yušbihu an yakūna l-ʿilalu l-muwallidatu li-ṣināʿati l-šiʿri llatī hiya bi-l-ṭabʿi ʿillatāni 224.14 - ποιητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ʿilmu l-ṣanāʾiʿi
- πολεμικός
- πολεμικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ṣināʿatu l-muttaṣilati (bi-l-ḥarbi ?)
- πολιτικός
- πολιτικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ πολιτική (sc. τέχνη) = ṣināʿatu tadbīri l-muduni
- πολιτικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ πολιτική = al-ṣināʿatu l-madaniyyatu
μόριον ... ἐδόκει τῆς πολιτικῆς εἶναι Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b31 = yuẓannu ... annahu ǧuzʾun li-l-ṣināʿati l-madaniyyati 577.16 - πολιτικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ πολιτική = al-ṣināʿatu l-madaniyyatu
τοῖς ἐφιεμένοις περὶ πολιτικῆς εἰδέναι Arist. Eth. Nic. X 9, 1181a12 = allaḏīna yaštahūna yaʿlamūna l-ṣināʿata l-madaniyyata 579.9
- πραγματεία
- πραγματεία (noun) Arist. Int.
- πραγματεία (noun) Arist. Rhet.
- πραγματεία (noun) Ps.-Plut. Placita
- ῥητορικός
- ῥητορικός (noun) Arist. Eth. Nic. ἡ ῥητορική (sc. τέχνη) = ṣināʿatu l-ḫiṭābati
- σκυτικός
- σκυτικός (adj.) Arist. Metaph. ṣināʿatu l-asākifati
- στρατηγικός
- στρατηγικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ στρατηγική (sc. τέχνη) = ṣināʿatu l-ḥarbi
- τέχνη
- τέχνη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.]
- τέχνη (noun) Arist. Cael.
- τέχνη (noun) Arist. Metaph.
- τέχνη (noun) Arist. Metaph.
- τέχνη (noun) Arist. Phys.
- τέχνη (noun) Arist. Poet.
οἱ μὲν διὰ τέχνης (sc. μιμοῦνται) οἱ δὲ διὰ συνηθείας, ἕτεροι δὲ διὰ τῆς φωνῆς Arist. Poet. 1, 1447a20 = anna baʿḍahum yušabbihu bi-l-ṣināʿāti wa-yuḥakīhā wa-baʿḍahum bi-l-ʿādāti wa-qawmun āḫaru minhum bi-l-aṣwāti 220.12 - τέχνη (noun) Arist. Poet. ἡ (sc. τέχνη) τῶν ὀρχηστῶν = ṣināʿatu adāti l-raqṣi
οἷον ἡ τῶν συρίγγων αὐτῷ δὲ τῷ ῥυθμῷ [μιμοῦνται] χωρὶς ἁρμονίας καὶ ἡ τῶν ὀρχηστῶν Arist. Poet. 1, 1447a27 = miṯālu ḏālika ṣināʿatu l-ṣafari tastaʿmilu l-laḥna l-wāḥida bi-ʿaynihī min ġayri taʾlīfin wa-ṣināʿatu adāti l-raqṣi ayḍan 220.16 - τέχνη (noun) Arist. Poet. ἡ (sc. τέχνη) τῶν συρίγγων = ṣināʿatu l-ṣafari
οἷον ἡ τῶν συρίγγων αὐτῷ δὲ τῷ ῥυθμῷ [μιμοῦνται] χωρὶς ἁρμονίας καὶ ἡ τῶν ὀρχηστῶν Arist. Poet. 1, 1447a26 = miṯālu ḏālika ṣināʿatu l-ṣafari tastaʿmilu l-laḥna l-wāḥida bi-ʿaynihī min ġayri taʾlīfin wa-ṣināʿatu adāti l-raqṣi ayḍan 220.15 - τέχνη (noun) Arist. Poet.
οὕτω κἀν ταῖς εἰρημέναις τέχναις ἅπασαι μὲν ποιοῦνται τὴν μίμησιν ἐν ῥυθμῷ καὶ λόγῳ καὶ ἁρμονίᾳ Arist. Poet. 1, 1447a21 = ka-ḏālika l-ṣināʿātu llatī waṣafnā wa-ǧamīʿuhā yaʾtī bi-l-tašabbuhi wa-l-ḥikāyati bi-l-laḥni wa-l-qawli wa-l-naẓmi 220.13 - τέχνη (noun) Arist. Poet.
- τέχνη (noun) Arist. Rhet.
- τέχνη (noun) Arist. Rhet.
- τέχνη (noun) Arist. Rhet. al-ṣināʿatu aw al-ḥīlatu
- τέχνη (noun) Arist. Rhet. bi-l-ṣināʿati wa-l-ḥīlati
- τέχνη (noun) Arist. Rhet.
- τέχνη (noun) Arist. Rhet.
- τέχνη (noun) Arist. Rhet.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη (noun) Galen An. virt.
- τέχνη (noun) Galen An. virt.
- τέχνη (noun) Galen An. virt.
- τέχνη (noun) Galen In De off. med.
- τέχνη (noun) Galen In De off. med.
- τέχνη (noun) Galen Med. phil.
- τέχνη (noun) Galen Med. phil.
- τέχνη (noun) Galen Med. phil. τέχνην οὕτω φιλάνθρωπον = al-ṣināʿatu ʿalā mā ǧaʿalahā llāhu ʿalayhi mina l-raḥmati
- τέχνη (noun) Galen Med. phil.
- τέχνη (noun) Galen Med. phil.
- τέχνη (noun) Galen Med. phil.
- τέχνη (noun) Galen Med. phil.
- τέχνη (noun) Galen Med. phil.
- τέχνη (noun) Galen Med. phil. ṣināʿatu l-ṭibbi
- τέχνη (noun) Galen Med. phil.
- τέχνη (noun) Hippocr. Aer.
- τέχνη (noun) Hippocr. Aer. al-aʿmālu wa-l-ṣināʿātu
- τέχνη (noun) Hippocr. Aphor. ἡ δὲ τέχνη μακρή = al-ṣināʿatu ṭawīlatun
ὁ βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή. Hippocr. Aphor. I 1 = al-ʿumru qaṣīrun wa-l-ṣināʿatu ṭawīlatun wa-l-waqtu ḍayyiqun wa-l-taǧribatu ḫatirun wa-l-qaḍāʾu ʿasirun 1.1 - τέχνη (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- τέχνη (noun) Nicom. Arithm.
- τέχνη (noun) Ps.-Arist. Div. bi-l-ṣināʿati
- τέχνη (noun) Ps.-Arist. Div.
- τέχνη (noun) Ps.-Arist. Div.
- τέχνη (noun) Ps.-Arist. Div.
- τέχνη (noun) Ps.-Arist. Div. li-l-ṣināʾiʿi
- τέχνη (noun) Ps.-Plut. Placita
- τέχνη (noun) Ps.-Plut. Placita
- τέχνη (noun) Ptol. Hypoth.
- τεχνίτης
- τεχνίτης (noun) Arist. Phys. ḏū l-ṣināʿati
- τεχνίτης (noun) Artem. Onirocr. man kānat ṣināʿatahu
- τεχνίτης (noun) Artem. Onirocr. li-man kānat ṣināʿatahu
- τεχνίτης (noun) Artem. Onirocr. wa-li-man kānat ṣināʿatahu
- τεχνίτης (noun) Artem. Onirocr. man kānat ṣināʿatahu
- τεχνίτης (noun) Artem. Onirocr. li-man kānat ṣināʿatahu
- τεχνίτης (noun) Ps.-Arist. Div. arbābu l-ṣanāʾiʿi wa-l-ʿulūmi
- τεχνολογία
- τεχνολογία (noun) Nicom. Arithm. al-qawlu fī ṣināʿatin
- ὑλοτομικός
- ὑλοτομικός (adj.) Ps.-Arist. Div. al-ṣināʿatu llatī tašuqqu l-ḫašaba
- ὑποκριτικός
- ὑποκριτικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ka-ṣināʿati ... l-raqṣ
- υφαντικος
- υφαντικος Them. In De an.
- χαλινοποιική
- χαλινοποιική (noun) Arist. Eth. Nic. ἡ χαλινοποιική (sc. τέχνη) = ṣināʿatu ʿamali l-luǧumi
- χαλκευτικός
- χαλκευτικός (noun) Ps.-Arist. Div. ἡ χαλκευτική = ṣināʿatu l-ḥaddādīn
- χαλκευτικός (noun) Ps.-Arist. Div. ἡ χαλκευτική = ṣināʿatu l-ḥaddādīn
- χαλκευτικος Them. In De an.
- χαλκευτικος Them. In De an.
The database query could not be executed.