Lookup cumulative lexical entry: صهيل

  1. χρεμετισμός
    • χρεμετισμός (noun) Ps.-Plut. Placita al-ṣahīlu wa-l-nahīqu
  2. χρεμετιστικός
    • χρεμετιστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ χρεμετιστικόν = al-ṣahīlu
    • χρεμετιστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ χρεμετιστικόν = ḥamlu l-ṣahīli
    • χρεμετιστικός (adj.) Porph. Isag.
The database query could not be executed.