Lookup cumulative lexical entry: صُلبٌ

  1. ἀσφαλῶς
    • ἀσφαλῶς (adv.) Artem. Onirocr.
  2. λάσιος
    • λάσιος (adj.) Artem. Onirocr.
  3. νῶτον
    • νῶτον (noun) Galen In De off. med.
    • νῶτον (noun) Hippocr. Nat. hom.
  4. ὀστρακόδερμος
    • ὀστρακόδερμος (adj.) Arist. Hist. anim. τὰ ὀστρακόδερμα = ǧilduhu ṣalbun ḫašinun miṯlu l-ḫazafi
    • ὀστρακόδερμος (adj.) Artem. Onirocr. ṣulbu l-qišrati
  5. ὄστρακον
    • ὄστρακον (noun) Arist. Gener. anim. τὸ πέριξ ὄστρακον = al-qišru l-ṣulbu allaḏī yušbihu l-ḫazafa
  6. ὀσφῦς
    • ὀσφῦς (noun) Arist. Gener. anim.
    • ὀσφύς (noun) Diosc. Mat. med.
    • ὀσφύς (noun) Ps.-Plut. Placita
  7. περιψύχω
    • περιψύχω (verb) Ps.-Plut. Placita περιψύχομαι = ṣaliba wa-barada
      Ἐμπεδοκλῆς (sc. ἔφη) … τοὺς ... ὄνυχας τοῖς ζῴοις γεννᾶσθαι τῶν νεύρων καθ’ ὃ τῷ ἀέρι συνέτυχε περιψυχθέντων Ps.-Plut. Placita 434a9-10 = ammā Anbāḏūqlīs fa-yarā anna … ammā aẓfāru l-ḥayawāni fa-tawalluduhā mina l-aʿṣābi iḏā lāqati l-hawāʾa l-muḥīṭa wa-ṣalibat wa-baradat bihī 74,9
  8. πήγνυμι
    • πήγνυμι (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. fa-yaṣlubu
  9. πυκνόω
    • πυκνόω (verb) Galen In De off. med. yuqabbiḍu wa-yuṣallibu
  10. ῥάχις
    • ῥάχις (noun) Galen In De off. med.
    • ῤάχις (noun) Hippocr. Nat. hom. ʿaẓmu l-ṣulbi
    • ῤάχις (noun) Hippocr. Nat. hom. ʿaẓmu l-ṣulbi
  11. σκίρρωμα
    • σκίρρωμα (noun) Diosc. Mat. med. al-awrāmu l-ṣulbatu
  12. σκληοφθαλμος
    • σκληοφθαλμος Them. In De an.
  13. σκληροκοιτέω
    • σκληροκοιτέω (gerund) Hippocr. Nat. hom. σκληροκοιτεῖν = yakūnu firāšuhu ṣulban ǧāsiyan
  14. σκληρός
    • σκληρός (adj.) Arist. Cat. τὸ σκληρόν = al-ṣulbu
    • σκληρός (adj.) Arist. Meteor.
    • σκληρός (adj.) Galen In De off. med.
    • σκληρός (adj.) Galen In De off. med.
    • σκληρός (adj.) Galen In De off. med.
    • σκληρός (adj.) Hippocr. Diaet. acut. σκληρή
    • σκληρός (adj.) Hippocr. Off. med. ἡ σκληρὴ
    • σκληρος Them. In De an.
    • σκληρος Them. In De an.
    • σκληρος Them. In De an.
  15. σκληροσαρκος
    • σκληροσαρκος Them. In De an.
    • σκληροσαρκος Them. In De an.
  16. σκληρύνω
    • σκληρύνω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
    • σκληρύνω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
  17. σταυρός
    • σταυρός (noun) Artem. Onirocr. ṣalbihi
    • σταυρός (noun) Artem. Onirocr.
  18. σταυρόω
    • σταυρόω (verb) Artem. Onirocr.
    • σταυρόω (verb) Artem. Onirocr.
    • σταυρόω (verb) Artem. Onirocr.
    • σταυρόω (verb) Artem. Onirocr.
  19. στερέμνιος
    • στερέμνιος (adj.) Ps.-Plut. Placita στερέμνιον = ǧawharun ṣulbun
  20. στερεός
    • στερεός (adj.) Arist. Gener. anim. στερεὸς γίγνεται
    • στερεός (adj. comp.) Arist. Gener. anim. στερεώτερος = al-ṣulbu
    • στερεός (adj.) Diosc. Mat. med.
    • στερεός (adj.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. al-ṣulbatu
    • στερεός (adj. sup.) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
    • στερεός (adj.) Ps.-Plut. Placita
  21. στερεόω
    • στερεόω (gerund) Arist. Gener. anim. στερεοῦσθαι
  22. στερέωμα
    • στερέωμα (noun) Ps.-Plut. Placita
  23. στερρός
    • στερρός (adj.) Alex. An. mant. [Vis.]
    • στερρός (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ στερρά = al-ḥayawānu l-ināṯu l-ṣulbatu l-aǧsādu
  24. τρόπις
    • τρόπις (noun) Ps.-Plut. Placita
The database query could not be executed.