Lookup cumulative lexical entry: ضارّ

  1. ἄδικος
    • ἄδικος (adj.) Arist. Rhet.
  2. βλαβερός
    • βλαβερός (adj.) Arist. Metaph.
    • βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
    • βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
    • βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
    • βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
    • βλαβερός (adj.) Galen In De off. med.
    • βλαβερός (adj.) Hippocr. Alim.
    • βλαβερός (adj.) Hippocr. Alim.
    • βλαβερός (adj.) Hippocr. Alim.
    • βλαβερός (adj.) Hippocr. Alim.
    • βλαβερος Them. In De an.
  3. βλαπτικός
    • βλαπτικός (adj.) Hippocr. Alim.
  4. βλάπτω
    • βλάπτω (verb) Arist. Rhet.
    • βλάπτω (gerund) Ps.-Arist. Div.
  5. ἐναντίος
    • ἐναντίος (adj.) Diosc. Mat. med.
  6. θηριώδης
    • θηριώδης (adj.) Hippocr. Aer.
  7. πολέμιος
    • πολέμιος (adj.) Hippocr. Aer. πολεμιώτατον
    • πολεμιός (adj.) Hippocr. Diaet. acut. bi-ḍārrin
  8. φλαῦρος
    • φλαῦρος (adj.) Hippocr. Alim.
The database query could not be executed.