Lookup cumulative lexical entry: ضحّاك
- γελαστικός
- γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
- γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
- γελαστικός (adj.) Porph. Isag.
- γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
- γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
- γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
- γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
- γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν