Lookup cumulative lexical entry: ضر

  1. ἀβλαβής
    • ἀβλαβής (adj.) Diosc. Mat. med. ἀβλαβεῖς... γίνεσθαι = lam yuḍirr
  2. βιάζομαι
    • βιάζομαι (pass. part.) Hippocr. Aer. βεβιασμένῃ
  3. βλαβερός
    • βλαβερός (adj.) Arist. Rhet. βλαβερός εἶναι
    • βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
    • βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
    • βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
    • βλαβερός (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
  4. βλάβη
    • βλάβη (noun) Hippocr. Off. med.
  5. βλάπτω
    • βλάπτω (verb) Arist. Rhet. ḍarra wa-ġašša
    • βλάπτω (verb) Arist. Rhet.
    • βλάπτω (verb) Arist. Rhet.
    • βλάπτω (verb) Diosc. Mat. med.
    • βλάπτω (pass. part.) Galen An. virt. βλαπτομένους = mā ... yaḍurru
    • βλάπτω (gerund) Galen An. virt.
    • βλάπτω (verb) Galen In De off. med.
    • βλάπτω (verb) Galen In De off. med.
    • βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
    • βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
    • βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
    • βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
    • βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
    • βλάπτω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
    • βλάπτω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
    • βλάπτω (act. part.) Ps.-Plut. Placita τὸ βλάπτον
  6. κακόω
    • κακόω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
  7. καταβλάπτω
    • καταβλάπτω (verb) Arist. Rhet.
  8. λυμαίνομαι
    • λυμαίνομαι (verb) Diosc. Mat. med.
    • λυμαίνομαι (verb) Galen An. virt. tufsidu wa-taḍurruhā
  9. νοσηλός
    • νοσηλός (adj.) Hippocr. Alim.
  10. ποτίζω
    • ποτίζω (verb) Arist. Phys. ἐπότισεν [οὐκ ὀρθῶς] = yaḍurru bi-isqāʾihi
The database query could not be executed.