Lookup cumulative lexical entry: ضرر
- ἀδικέω
- ἀδικέω (gerund) Arist. Rhet. ἀδικεῖν
- βλάβη
- βλάβη (noun) Arist. Rhet. ἐπὶ βλάβῃ = li-ḍararin
- βλάβη (noun) Artem. Onirocr. wa-ḍararun
- βλάβη (noun) Artem. Onirocr.
- βλάβη (noun) Artem. Onirocr.
- βλάβη (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- βλαβη Them. In De an.
- βλαβη Them. In De an.
- βλάπτω
- βλάπτω (verb) Arist. Eth. Nic. βλάπτομαι = al-ḍararu llaḏī yadḫulu ʿalayhi
βλάπτονται ... ἀπ' αὐτῶν μᾶλλον ἢ ὠφελοῦνται Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b10 = al-ḍararu llaḏī yadḫulu ʿalayhim minhā akṯaru mina l-manfaʿati 555.2 - βλάπτω (verb) Arist. Rhet. βλάπτεσθαι
- βλάπτω (verb) Arist. Rhet.
- βλάπτω (verb) Arist. Rhet.
- βλάπτω (verb) Arist. Rhet.
- βλάπτω (verb) Artem. Onirocr.
- βλάπτω (verb) Artem. Onirocr.
- βλάπτω (pass. part.) Galen An. virt. φαίνονται βλαπτόμεναι = qad yaṣilu ilayhā l-ḍararu
φαίνονται βλαπτόμεναι πινόντων ἡμῶν τὸν οἶνον Galen An. virt. 71.13 = fa-inna afʿāla l-nafsi qad yaṣilu ilayhā l-ḍararu ... iḏā šaribnā l-šarāba 37.15 - βλάπτω (verb) Hippocr. Aphor. μᾶλλον βλάπτονται = yaʿẓumu ḍararuhū ʿalayhim
ἐν τῇσι λεπτῇσι διαίτῃσιν ἁμαρτάνουσιν οἱ νοσέοντες, διὸ μᾶλλον βλάπτονται Hippocr. Aphor. I 5 = qad yuḫṭiʾu l-marḍā ʿalā anfusihim ḫaṭaʾan yaʿẓumu ḍararuhū ʿalayhim 3.6 - βλάπτω (verb) Hippocr. Diaet. acut. yanālahū ḍararun
- βλάπτω (verb) Hippocr. Diaet. acut. προσβλάπτω = yazīdu fī ḍararin
- βλάπτω (verb) Hippocr. Superf.
- βλάπτω (act. part.) Ps.-Plut. Placita οἱ βλάπτοντες = aṣḥābu l-ḍarari
- ἐπιζήμιος
- ἐπιζήμιος (adj.) Arist. Rhet.
- ζημία
- ζημία (noun) Arist. Rhet.
- ζημία (noun) Arist. Rhet.
- ζημία (noun) Arist. Rhet.
- κακός
- κακός (adj.) Hippocr. Aer. τὰ κακὰ
- κακοστόμαχος
- κακοστόμαχος (adj.) Diosc. Mat. med. ḍararun li-l-maʿidati
- κάκωσις
- κάκωσις (noun) Hippocr. Aer.
- λύμη
- λύμη (noun) Arist. Eth. Nic. αἱ λῦμαι
- νοσέω
- νοσέω (verb) Artem. Onirocr. ḍararun wa-ḍaʿfun
- πονέω
- πονέω (pass. part.) Hippocr. Nat. hom. πονεόμενος = nālahū l-ḍararu
The database query could not be executed.