Lookup cumulative lexical entry: ضلّ

  1. ἀφίστημι
    • ἀφίστημι (verb) Arist. Phys.
  2. λανθάνω
    • λανθάνω (verb) Arist. An. post. λανθάνει = fa-qad yaḍillūna
  3. παραλογίζομαι
    • παραλογίζομαι (verb) Arist. Rhet. ḍalla wa-ġaliṭa
The database query could not be executed.