Lookup cumulative lexical entry: ضمر

  1. ἰσχναίνω
    • ἰσχναίνω (gerund) Galen In De off. med. ἰσχνᾶναι = yahzilu wa-yuḍammiru
    • ἰσχναίνω (verb) Galen In De off. med. yuqaḍḍifu wa-yuḍammiru
  2. λεπτύνω
    • λεπτύνω (verb) Hippocr. Aphor. τὰ (sc. λεπτυνόμενα σώματα) δὲ ἐν ὀλίγῳ (sc. χρόνῳ) = al-abdānu llatī ḍamarat fī zamanin yasīrin
      τὰ ἐν πολλῷ χρόνῳ λεπτυνόμενα σώματα νωθρῶς ἐπανατρέφειν, τὰ δὲ ἐν ὀλίγῳ, ὀλίγως Hippocr. Aphor. II 7 11.2
  3. μαραίνω
    • μαραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. μεμαραμμένος
  4. συμπίπτω
    • συμπίπτω (verb) Arist. Gener. anim. taḍmuru wa takūnu ġāʾiratan
    • συμπίπτω (verb) Arist. Gener. anim. ḍamarat...wa tawāqaʿa baʿḍahā ʿalā baʿḍin
    • συμπίπτω (verb) Arist. Hist. anim. ḍamara wa-inḍamma
    • συμπίπτω (gerund) Galen In De off. med. συμπίπτειν = yaḍmura...wa-yanḫafiḍa
    • συμπίπτω (gerund) Hippocr. Off. med. συμπίπτειν = yaḍmura wa-yanqabiḍa
The database query could not be executed.