Lookup cumulative lexical entry: ضيقة
- ἀφορία
- ἀφορία (noun) Artem. Onirocr. wa-ḍayqatun
- ἀφορία (noun) Artem. Onirocr. ḍayqatun wa-šiddatun tanāluhu
- δυσθυμία
- δυσθυμία (noun) Artem. Onirocr. ḥuznun wa-ḍayqatun
- πονηρός
- πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
- σκυλμός
- σκυλμός (noun) Artem. Onirocr.
- στενοχωρία
- στενοχωρία (noun) Artem. Onirocr.
- στενοχωρία (noun) Artem. Onirocr.