Lookup cumulative lexical entry: طائفة

  1. ἐπιξεναγία
    • ἐπιξεναγία (noun) Aelian. Tact.
  2. μεράρχης
    • μεράρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-ṭāʾifati
  3. μεραρχία
    • μεραρχία (noun) Aelian. Tact.
  4. μέρος
    • μέρος (noun) Aelian. Tact.
    • μέρος (noun) Aelian. Tact. τοῦτο δὲ τὸ μέρος = al-ṭāʾifatu l-gamāʿatu
The database query could not be executed.