Lookup cumulative lexical entry: طاقة

  1. ασυμμετρος
    • ασυμμετρος Them. In De an.
  2. αυταρκης
    • αυταρκης Them. In De an.
  3. δύναμαι
    • δύναμαι (verb) Galen An. virt.
    • δύναμαι (verb) Galen An. virt.
  4. δύναμις
    • δύναμις (noun) Arist. Eth. Nic. εἰς δύναμιν = ʿalā qadri l-ṭāqati
      ὅπως εἰς δύναμιν ἡ περὶ τὰ ἀνθρώπεια φιλοσοφία τελειωθῇ Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b14 = wa-li-kay nutammima ʿalā qadri l-ṭāqati l-falsafata fī l-ašyāʾi l-insiyyati 581.12
    • δύναμις (noun) Hippocr. Nat. hom.
  5. συμμετρος
    • συμμετρος Them. In De an.
    • συμμετρος Them. In De an.
  6. τετράπτυχος
    • τετράπτυχος (adj.) Hippocr. Off. med. arbaʿu ṭāqātin
  7. τρίπτυχος
    • τρίπτυχος (adj.) Hippocr. Off. med. ṯalāṯu ṭāqātin
The database query could not be executed.