Lookup cumulative lexical entry: طاهر

  1. καθαρός
    • καθαρός (adj.) Artem. Onirocr.
    • καθαρος Them. In De an.
  2. ὁσιότης
    • ὁσιότης (noun) Ps.-Arist. Virt.
  3. σεμνός
    • σεμνός (adj.) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.