Lookup cumulative lexical entry: طبّاخ

  1. μάγειρος
    • μάγειρος (noun) Artem. Onirocr.
    • μάγειρος (noun) Artem. Onirocr.
    • μάγειρος (noun) Artem. Onirocr.
    • μάγειρος (noun) Artem. Onirocr.
    • μάγειρος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-ṭabbāḫīna
  2. ὀψοποιητικός
    • ὀψοποιητικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ ὀψοποιητική = ʿilmu l-ṭabbāḫi
  3. ὀψοποιός
    • ὀψοποιός (noun) Arist. Metaph.
    • ὀψοποιός (noun) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.