Lookup cumulative lexical entry: طبّاخ
- μάγειρος
- μάγειρος (noun) Artem. Onirocr.
- μάγειρος (noun) Artem. Onirocr.
- μάγειρος (noun) Artem. Onirocr.
- μάγειρος (noun) Artem. Onirocr.
- μάγειρος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-ṭabbāḫīna
- ὀψοποιητικός
- ὀψοποιητικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ ὀψοποιητική = ʿilmu l-ṭabbāḫi
- ὀψοποιός
- ὀψοποιός (noun) Arist. Metaph.
- ὀψοποιός (noun) Artem. Onirocr.