Lookup cumulative lexical entry: طلع

  1. ἀνατέλλω
    • ἀνατέλλω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἀνατέλλω (verb) Artem. Onirocr.
    • ανατελλω Them. In De an.
  2. ἀνατολή
    • ἀνατολή (noun) Arist. Cael.
  3. ἀναφέρομαι
    • ἀναφέρομαι (verb) Hyps. Anaph.
  4. ἀνίσχω
    • ἀνίσχω (verb) Artem. Onirocr.
  5. κατέρχομαι
    • κατέρχομαι (verb) Artem. Onirocr.
  6. ὄζω
    • ὄζω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ὀζωθῇ
The database query could not be executed.