Lookup cumulative lexical entry: طلع
- ἀνατέλλω
- ἀνατέλλω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀνατέλλω (verb) Artem. Onirocr.
- ανατελλω Them. In De an.
- ἀνατολή
- ἀνατολή (noun) Arist. Cael.
- ἀναφέρομαι
- ἀναφέρομαι (verb) Hyps. Anaph.
- ἀνίσχω
- ἀνίσχω (verb) Artem. Onirocr.
- κατέρχομαι
- κατέρχομαι (verb) Artem. Onirocr.
- ὄζω
- ὄζω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ὀζωθῇ