Lookup cumulative lexical entry: طمع

  1. δοκέω
    • δοκέω (verb) Arist. Rhet.
  2. ελπις
    • ελπις Them. In De an.
  3. προσδοκία
    • προσδοκία (noun) Artem. Onirocr.
    • προσδοκία (noun) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.